Το κόμμα Κιλιτσντάρογλου-Ιμάμογλου πλειοδοτεί εξίσου με τον Ερντογάν στον τουρκικό εθνικισμό και σε απειλές και διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου. Καμία ουσιαστική διαφορά στην εξωτερική πολιτική του από τον σουλτάνο, απλώς διεκδικείται και υποστηρίζεται σε διαφορετικούς τόνους αλλά με ίδιες στοχεύσεις. Συνεπώς, Αθήνα και Λευκωσία να μη υποτιμούν τον σουλτάνο αλλ’ ούτε να ωραιοποιούν τον Ιμάμογλου, τον δήθεν «Μπιλ Κλίντον από την Τραπεζούντα… χωρίς την απιστία»
Στην Αθήνα και στη Λευκωσία, κάποιοι πιστεύουν αφελώς ότι ο Εκρέμ Ιμάμογλου, νεοεκλεγείς δήμαρχος, ξανά, της Κωνσταντινουπόλεως, θα είναι ο επόμενος Πρόεδρος της Τουρκίας. Και προσδοκούν σε καλύτερες σχέσεις. Το αποτέλεσμα των εκλογών της περ. Κυριακής δικαιώνει τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης, αφού για τρίτη φορά νικά τον Ερντογάν στον πιο σημαντικό Δήμο της χώρας. Η αντιπολίτευση κέρδισε και τους Δήμους της Σμύρνης και της Άγκυρας. Η νίκη της στέλνει ηχηρό μήνυμα στον σουλτάνο ότι δεν είναι ανίκητος, παρά τη διαφθορά, τον έλεγχο της κρατικής μηχανής και των περισσότερων ΜΜΕ. Μετά από 20 χρόνια στην εξουσία, και με αφορμή πρόσφατη δήλωσή του, φαίνεται πως άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την αποχώρηση του Ερντογάν. Όμως έχει στη διάθεσή του ακόμα τέσσερα χρόνια μέχρι τις Προεδρικές του 2028.
Μέχρι τότε, πολλά μπορεί να συμβούν ή να συμβάλει ώστε να συμβούν είτε να διεκδικήσει ξανά την προεδρία είτε να προετοιμάσει τον διάδοχό του. Ο Ερντογάν επέβαλε έναν αυταρχικό τουρκικό ισλαμο-φασισμό, αφού επιδέξια και μεθοδικά εκπαραθύρωσε τους Κεμαλιστές. Για πολλά χρόνια εξαπάτησε και τους Δυτικούς και τους αφελείς στην Αθήνα και στη Λευκωσία ότι, τάχα, είναι ένας εκσυγχρονιστής light ισλαμιστής με ευρωπαϊκούς προσανατολισμούς. Δεν ξεχνάμε τις διθυραμβικές δηλώσεις του τέως Κύπριου Προέδρου, Ν. Αναστασιάδη, που αναφερόταν σε έναν «σύγχρονο ηγέτη που ήθελε λύση του
Κυπριακού». Μόνο που ούτε εκείνος ούτε οι ανιστόρητοι των Αθηνών και της Λευκωσίας κατάλαβαν τι είδους λύση επιδιώκει και τι ηγέτης είναι.
Η ήττα του κόμματος ΑΚΡ του Ερντογάν οφείλεται περισσότερο στην καταβαράθρωση της οικονομίας και στην έκδηλη απογοήτευση της πλειοψηφίας των πολιτών, που με δυσκολία τα φέρνουν βόλτα εξαιτίας και της εκτόξευσης του πληθωρισμού στα ύψη. «Ήταν ένα ‘όχι’ στον Ερντογάν, ειδικά στην Κωνσταντινούπολη και σε πολλά άλλα μέρη επίσης», διαπιστώνει στους «Financial Times» ο Selim Koru, αναλυτής στο think tank Tepav με έδρα την Άγκυρα. Εξάλλου, η γνωστή Τουρκάλα αναλύτρια, Aslı Aydıntaşbaş, συνεργάτιδα του Ινστιτούτου Brookings στην Ουάσιγκτον, επισημαίνει ότι οι εκλογές «μάς δείχνουν ότι υπάρχει ευρεία δυσαρέσκεια για τις πολιτικές της κυβέρνησης και τους χειρισμούς στην οικονομία». Ο Ερντογάν, όμως, είναι ένας ελέφαντας και μεγάλος πολιτικός παίκτης. Όπως και στο παρελθόν, είναι ικανός να ανατρέψει την παρούσα κατάσταση και στην οικονομία και στην πολιτική. Σε δηλώσεις του μετά το αποτέλεσμα των εκλογών είπε: «Έχουμε άλλα τέσσερα χρόνια για να ανασυντάξουμε τις σεισμόπληκτες περιοχές και να αποκαταστήσουμε την οικονομία». Πρόσθεσε ότι θα μειώσει τον πληθωρισμό και υποσχέθηκε ότι η χώρα θα επιστρέψει στην κανονικότητα μέχρι τις προεδρικές εκλογές του 2028.
Οι εκλογές στην Τουρκία πάντα ενδιαφέρουν την Ελλάδα και την Κύπρο, έστω και αν κάθε φορά εκδηλώνονται παραληρηματικές ψευδαισθήσεις στην Αθήνα και στην Λευκωσία. Ότι, δηλ., οι νέοι Τούρκοι ηγέτες θα ακολουθήσουν διαφορετική πολιτική στα Ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό. Οι Τούρκοι παίζουν εξαιρετικά το θέατρο με τον καλό Πρωθυπουργό και την κακή αντιπολίτευση ή αντίθετα. Τελευταίο επεισόδιο αυτού του κακόγουστου τουρκικού θεάτρου; Το δήθεν καλό κλίμα, που τάχα επικρατεί τον τελευταίο καιρό στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ώστε γνωστός ακαδημαϊκός και πρώην υπουργός να υποστηρίζει ότι η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει στον διάλογο με την Τουρκία και να αφήσει κατά μέρος το ασήκωτο βαρίδι, που λέγεται Κυπριακό.
Δεν έχει επαρκώς κατανοηθεί από τις λεγόμενες πολιτικές «ελίτ» του Ελληνισμού ότι, ανεξαρτήτως ποιος βρίσκεται στην εξουσία στην Τουρκία, η εξωτερική πολιτική της δεν μεταβάλλεται, δεν ακυρώνεται, απλώς προσαρμόζεται με βάση τα διαχρονικά τουρκικά εθνικά συμφέροντα. Μόλις πρόσφατο παράδειγμα: Μιλώντας σε στρατιώτες (18/3/2024), ο Ερντογάν αναφέρθηκε στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο και είπε: «Αν δεν υπήρχε η
παρέμβαση της Τουρκίας, δεν θα υπήρχε σήμερα ούτε η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, ούτε οι Τουρκοκύπριοι. Στην πραγματικότητα, ίσως αν είχαμε πιέσει προς τον νότο, δεν θα υπήρχε πια νότος και βορράς και η Κύπρος θα ήταν εντελώς δική μας». Αντηχώντας και απηχώντας τις γνωστές θέσεις Νταβούτογλου για το «Στρατηγικό βάθος της Τουρκίας», ο αρχηγός του τουρκικού ναυτικού, Τατλίογλου, δήλωσε (18/11/2023):
«Η Κύπρος είναι πολύ σημαντική για εμάς. Βρίσκεται κοντά στη διώρυγα του Σουέζ και ελέγχει ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Δεν θέλουμε μια δύναμη (την Ελλάδα), που θα μπορούσε ν’ αποτελέσει απειλή για την Τουρκία, να έρθει σε οποιοδήποτε μέρος της Κύπρου». Ας θυμηθούμε τις υλακές του Ερντογάν ότι «θα έρθει μια νύχτα ξαφνικά», ότι τα νησιά πρέπει να αποστρατιωτικοποιηθούν και ότι η Τουρκία απαιτεί λύση δύο κρατών στην Κύπρο. Το Τουρκικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Κιλιτσντάρογλου, στο οποίο ανήκει ο Ιμάμογλου, δεν είναι πιο… ήπιο στις διεκδικήσεις του κατά της Ελλάδος και της Κύπρου. Μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του (9/3/2023) για την προεδρία, ο Κιλιτσντάρογλου αναφέρθηκε στα συμφέροντα της Τουρκίας στη Συρία, στο Κυπριακό, στο Αιγαίο, στη Μαύρη Θάλασσα και στον Καύκασο, και είπε: «Δεν θα υπάρξει καμία υποχώρηση ως προς τα εθνικά συμφέροντα της χώρας μας σε αυτά τα ζητήματα».
Τον Δεκέμβριο του 2017 (όπως γράφει ο Λεωνίδας Κουμάκης, 18/4/2023), ο Κιλιτσντάρογλου ισχυρίστηκε πως «18 νησιά είναι υπό κατάληψη από τους Έλληνες στρατιώτες». Όταν ο Έλληνας τότε ΥΠΕΘΑ απάντησε, «Μολών Λαβέ», επανήλθε με προκλητικότητα λέγοντας: «Το 2019 θα έρθω στην εξουσία και θα τα πάρω, όπως πήρε ο Ετζεβίτ την Κύπρο». Τον Σεπτέμβριο του 2022 ο Κιλιτσντάρογλου απαξίωσε τις απειλές του Ερντογάν, «θα έρθουμε μια νύχτα ξαφνικά», λέγοντας: «Δεν είμαστε σαν κι αυτούς που λένε ότι θα έρθουν ξημερώματα. Τι περιμένουν; Πρόσκληση; Αν έχουν το θάρρος και τη δύναμη, ας πάνε!». Μέχρι σήμερα δεν ακούσαμε ποτέ τον Ιμάμογλου να διαφωνήσει με τις θέσεις του Προέδρου του κόμματός του.
Το κόμμα Κιλιτσντάρογλου-Ιμάμογλου πλειοδοτεί εξίσου με τον Ερντογάν στον τουρκικό εθνικισμό και σε απειλές και διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου. Καμία ουσιαστική διαφορά στην εξωτερική πολιτική του από τον σουλτάνο, απλώς διεκδικείται και υποστηρίζεται σε διαφορετικούς τόνους αλλά με ίδιες στοχεύσεις. Συνεπώς, Αθήνα και Λευκωσία να μην υποτιμούν τον
σουλτάνο αλλ’ ούτε να ωραιοποιούν τον Ιμάμογλου, τον δήθεν «Μπιλ Κλίντον από την Τραπεζούντα… χωρίς την απιστία». Εξάλλου, όλες οι εκτιμήσεις υποβάλλουν ότι διεκδικητής της τουρκικής Προεδρίας, το 2028, μάλλον θα είναι ο ακραίος εθνικιστής δήμαρχος της Άγκυρας, Γιαβάς, και όχι ο Ιμάμογλου.
Δυστυχώς Αθήνα και Λευκωσία ονειροβατούν! Πιστεύουν ότι με τα ΜΟΕ και τις υπογραφές ‘’συμφώνων φιλίας’’ η τουρκία θα αλλάξει την εχθρική και επεκτατική στάση της απέναντι Ελλάδας και Κύπρου. Ακόμα πιο ‘’αφελής’’ είναι ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης, που παρακαλεί για συνομιλίες με τον εγκάθετο και συνάντηση με τον σουλτάνο! Κανένας από όλους αυτούς δεν κατάλαβε ότι η τουρκία από ανέκαθεν έχει στόχους τούς οποίους έχει δηλώσει, και έχουν γράψει βιβλία και εργάζεται με σχέδιο και προγραμματισμό. Το τουρκικό κοινοβούλιο το 1920 έκανε εθνικό όρκο (Mîsâk-ı Millî) και ανεξαρτήτως του ποιος είναι στην εξουσία όχι μόνο δεν πατά τον όρκο, αλλά προσπαθεί να είναι εκείνος που θα πετύχει τούς στόχους του όρκου. Ο σουλτάνος δεν χάνει ευκαιρία να μειώσει τον Ατατούρκ, απλά γιατί εκείνος διεκδικεί τον τίτλο. Και για να τον πάρει πρέπει να πετύχει τους στόχους του όρκου! Πολύ φοβούμαι ότι η παρούσα κατάσταση, χάσιμο εκλογών και δηλώσεις ότι είναι η τελευταία θητεία του και τα περί Κύπρου ότι έπρεπε ο Ετζεβίτ να προχωρούσε στον νότο, τον κάνει περισσότερο επιθετικό και επικίνδυνο.