Η παύση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη, ανεξαρτήτως της δημοφιλίας του, αντιδράσεων της κοινής γνώμης, επιτηδειότητας κομμάτων, θέσεων και απόψεων -όλες θεμιτές στο πλαίσιο της Δημοκρατίας- θέτει ξανά επί τάπητος το μέγα ζήτημα της εύρυθμης, σοβαρής, υπεύθυνης, συγκροτημένης και αξιόπιστης λειτουργίας των θεσμών του κράτους. Αυτή προϋποθέτει εξ αρχής και πρώτιστα την πάταξη της διαφθοράς, που έχει διαβρώσει τα πάντα, και εναντίον της οποίας μαχόταν ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης

Η απόφαση των οκτώ δικαστών του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου της Κύπρου (18/9/2024) να παύσουν τον Γενικό Ελεγκτή της Κυπριακής Δημοκρατίας, Οδυσσέα Μιχαηλίδη, για ανάρμοστη συμπεριφορά και ανίκανο να «ασκεί τα καθήκοντά του με επάρκεια και προς το δημόσιο συμφέρον», έχει πολλαπλές προεκτάσεις: Κοινωνικές, πολιτικές και θεσμικές. Το Συμβούλιο, στην εκ 209 σελίδων απόφασή του, κατέληξε: 

«Είναι η τελική μας κρίση ότι ο Καθ’ ου η αίτηση (Οδυσσέας Μιχαηλίδης), παραβιάζοντας τα έσχατα όρια, επέδειξε συμπεριφορά πολύ κατώτερη του αναμενόμενου επιπέδου του αξιώματός του. Συμπεριφορά, που, αντικειμενικά κρινόμενη, τον καθιστά ανίκανο για επιτέλεση των υψηλών καθηκόντων του και η οποία, ευλόγως, δημιουργεί αμφιβολίες σε τρίτους, αντικειμενικά κρίνοντες, ως προς την καταλληλότητά του να ασκεί τα καθήκοντά του με επάρκεια και προς το δημόσιο συμφέρον, το οποίο το αξίωμά του προορίζεται να υπηρετεί. Όπως και στην (υπόθεση) Ερωτοκρίτου σημειώνεται: ‘‘Τέτοια συμπεριφορά εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους να περιαγάγει το αξίωμα και τους Θεσμούς, γενικότερα, σε ανυποληψία…’’». 

Αν κάποιος τρίτος μελετήσει την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου που δεν γνωρίζει τα γεγονότα θα διαπιστώσει ότι είναι ισοπεδωτική για τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη. Σε δηλώσεις του μετά την ανάγνωση της απόφασης των οκτώ δικαστών, ο τέως Γενικός Ελεγκτής μίλησε για «μαύρη μέρα για την Κύπρο» και ότι «η απόφαση είναι κόλαφος για την ελευθερία της έκφρασης και για την απαίτηση της κοινωνίας για πάταξη της διαφθοράς. Υπήρξε», πρόσθεσε, «μια συντονισμένη προσπάθεια φαγώματός μου από τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας (Ν. Αναστασιάδης) και τους επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας (Γ. Σαββίδης, Σάββας Αγγελίδης), στην οποία αργότερα συνετάχθη και ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας (Ν. Χριστοδουλίδης)».  

Ο Οδ. Μιχαηλίδης πρόσθεσε: «Είναι ξεκάθαρο σ’ εμένα ότι ήρθα σε αντιπαράθεση με το σύστημα και σήμερα το σύστημα, διά της απόφασης αυτής, του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, πέτυχε την καρατόμησή μου, παρουσιάζοντάς με ως, με διαφορά, τον χειρότερο αξιωματούχο που πέρασε ποτέ από την Κυπριακή Δημοκρατία. Απολύομαι ως χειρότερος και από τον Ρίκκο Ερωτοκρίτου». Η απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου παραγνώρισε το σημαντικό έργο, που ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης επιτέλεσε στα δέκα, θυελλώδη χρόνια της υπηρεσίας του, αποκαλύπτοντας απίστευτα σκάνδαλα και διαφθορά. Θα ήταν κοινώς αποδεκτό αν οι οκτώ δικαστές αφιέρωναν έστω μία παράγραφο στην απόφασή τους να αντιδιαστείλουν το επιτελεσθέν έργο προς την όποια «ανάρμοστη συμπεριφορά» του.  

Ήταν αναμενόμενο ότι η παύση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη θα προκαλούσε έντονη κατακραυγή με κατηγορίες για κατ’ ισχυρισμόν επιχείρηση συγκάλυψης σκανδάλων και διαφθοράς, με ευθείες βολές εναντίον πρώην πολιτειακών αξιωματούχων. Η κοινωνική αντίδραση και η δημοφιλία του Οδ. Μιχαηλίδη δεν μπορεί να έχουν καμία σχέση με την απονομή της Δικαιοσύνης. Ορθά, οι οκτώ δικαστές υπογραμμίζουν ότι «η δημοφιλία δεν αποτελεί κριτήριο και μέτρο συμπεριφοράς κρατικού αξιωματούχου. Ούτε και επαφίεται στους πολίτες, υποκειμενικά, χωρίς γνώση του αποδεικτικού υλικού και συνυπολογισμό όλων των παραγόντων που επιδρούν, να αποφανθούν κατά πόσον συγκεκριμένος αξιωματούχος είναι ακατάλληλος». Επ’ αυτού υπάρχει διαχρονικής σημασίας απόφαση του διακεκριμένου δικαστή Γ. Πική σε υπόθεση με τη Βουλή, όπου αποφάνθηκε: 

«Η αποστολή της Δικαιοσύνης είναι η εφαρμογή του δικαίου όπως καθορίζεται στο Σύνταγμα και στους νόμους που συνάδουν με αυτό, διασφαλίζοντας έτσι την άσκηση των πολιτειακών εξουσιών σύμφωνα με τον νόμο. Είναι μέσα απ’ αυτήν τη διαδικασία που εξασφαλίζεται το κράτος δικαίου. Το κράτος δικαίου είναι η πυξίδα της δημοκρατικής διακυβερνήσεως. Αν η απονομή της δικαιοσύνης εξαρτάτο από τις εκάστοτε εκτιμήσεις των Δικαστών για την κοινή γνώμη, η Δικαστική Εξουσία θα μετατρεπόταν σε νομοθετικό σώμα, με αποτέλεσμα την καταστρατήγηση της συνταγματικής τάξεως». 

Πέραν των κοινωνικών αντιδράσεων, υπήρξαν και πολιτικές προεκτάσεις μετά την παύση Μιχαηλίδη. Τα κόμματα εξέδωσαν ανακοινώσεις, διά των οποίων είτε επέκριναν είτε απλώς αναφέρθηκαν στην απόφαση, τονίζοντας παράλληλα τις αποκαλύψεις σκανδάλων και διαφθοράς που έκανε ο Οδ. Μιχαηλίδης. Μια νέα παράμετρος που αναδύθηκε είναι η πιθανότητα ο τέως Γενικός Ελεγκτής να πολιτευθεί, ώστε να συνεχίσει να πολεμά, όπως δήλωσε, κατά της διαφθοράς, για διαφάνεια και λογοδοσία. Επίσης, μεταξύ των κομμάτων υποβόσκει ο φόβος της δημιουργίας κόμματος ή κινήματος από τον Οδ. Μιχαηλίδη, με την αξιοποίηση της δημοφιλίας του, πράγμα που ενδεχομένως να επιφέρει ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό.   

Η θεσμική διάσταση της παύσης του Γενικού Ελεγκτή είναι η πιο σημαντική. Εδώ και χρόνια παρατηρείται αχρείαστη και ολέθρια σύγκρουση μεταξύ θεσμών και των εκπροσώπων τους. Αυτή οφείλεται σε δύο παράγοντες. Πρώτον, στην επιλογή συχνά ακατάλληλων ή όχι ικανών ατόμων από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Δεύτερον, η κομματική ιδιότητα ή οι «σχέσεις ή πλάτες» του διοριζόμενου με συγκεκριμένο κόμμα ή και την εκάστοτε εξουσία. Είναι βασική αρχή πως, «το μέτρο, η αμεροληψία, η αντικειμενικότητα, η συνέπεια, ο αυτοέλεγχος και αυτοπεριορισμός, είναι βασικά συστατικά στοιχεία της ικανότητας άσκησης των καθηκόντων κρατικού αξιωματούχου». 

Σε βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2013, από δυο καθηγητές του Χάρβαρντ (Ατζέμογλου-Ρόμπινσον), με τίτλο «Γιατί τα Κράτη Αποτυγχάνουν», οι συγγραφείς επισημαίνουν τον «κεντρικό ρόλο που διαδραματίζουν οι θεσμοί για την ευημερία ενός κράτους» και υποστηρίζουν: «Τα αίτια της επιτυχίας ή αποτυχίας ενός κράτους εντοπίζονται στη φύση και στην ποιότητα των θεσμών. Ο όρος ‘‘θεσμοί’’, με την ευρεία έννοια, περιλαμβάνει το σύνολο των κανόνων, των διαδικασιών συμμόρφωσης και των ηθικών προτύπων, που σκοπό έχουν να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά των ατόμων σε μια κοινωνία. Οι θεσμοί μπορεί να αφορούν τους κανόνες που διέπουν τη διακυβέρνηση ενός κράτους, τη Δικαιοσύνη, τoν βαθμό λογοδοσίας των πολιτικών στους πολίτες, τη λειτουργία της αγοράς, την ασφάλεια, και την εκπαίδευση» (Δρ Π. Αγησιλάου, 8/12/2013). 

Η παύση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη, ανεξαρτήτως της δημοφιλίας του, αντιδράσεων της κοινής γνώμης, επιτηδειότητας κομμάτων, θέσεων και απόψεων -όλες θεμιτές στο πλαίσιο της Δημοκρατίας- θέτει ξανά επί τάπητος το μέγα ζήτημα της εύρυθμης, σοβαρής, υπεύθυνης, συγκροτημένης και αξιόπιστης λειτουργίας των θεσμών του κράτους. Αυτή προϋποθέτει εξ αρχής και πρώτιστα την πάταξη της διαφθοράς, που έχει διαβρώσει τα πάντα και εναντίον της οποίας μαχόταν ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης. Η διάδοχη κατάσταση θα δείξει αν ο Πρόεδρος εννοεί όσα λεκτικά διαβεβαιώνει για εξουδετέρωση αυτού του καρκινώματος, που διασύρει διεθνώς την Κύπρο, και αν θα ενισχυθεί ή θα φιμωθεί η Ελεγκτική Υπηρεσία.   

Μοιραστείτε με άλλους: