Τίθεται το μέγα ερώτημα: Η κυβέρνηση Χριστοδουλίδη, ενισχυμένη από την εντυπωσιακή αναβάθμιση των σχέσεών μας με τις ΗΠΑ (ακόμα λίγο θα γίνουμε η 51η πολιτεία τους), θα τολμήσει να θέσει ζήτημα τερματισμού της αποικιοκρατικής παρουσίας και βρετανικής κατοχής της νήσου, διά των Βάσεων; Ή θα λειτουργήσουν ξανά τα γνωστά κωμικά φοβικά σύνδρομα «until our children and grand-children» αποφασίσουν διαφορετικά; Ο τερματισμός της βρετανικής κατοχής να γίνει ο προάγγελος του τερματισμού και της τουρκικής

Ο Μάικλ Ρούμπιν, διευθυντής ανάλυσης πολιτικής στο Middle East Forum και ανώτερος συνεργάτης στο American Enterprise Institute, έριξε ξανά νέα βόμβα μεγατόνων. Σε ανάλυσή του (8/11/2024), στο αμερικανικό περιοδικό, National Interest, εξήγησε ότι ήρθε ο καιρός για την απο-αποικιοποίηση της Κύπρου. Πώς; Με την εκμίσθωση των λεγόμενων «κυρίαρχων Βρετανικών Βάσεων» στους Αμερικανούς, η οποία θα τερματίζει οριστικά την αποικιακή παρουσία της Βρετανίας σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Και θα ικανοποιεί ένα διαχρονικό αίτημα των Κυπρίων για απαλλαγή και από τη βρετανική κατοχή της πατρίδας τους.

Στην ανάλυσή του, ο Ρούμπιν αφορμήθηκε από την απόφαση του Βρετανού Πρωθυπουργού, Στάρμερ, τον περ. Σεπτέμβριο, «να επιστρέψει την κυριαρχία στα νησιά Chagos, την καρδιά της βρετανικής επικράτειας του Ινδικού Ωκεανού, στο νησιωτικό έθνος του Μαυρίκιου. Η μόνη εξαίρεση ήταν η στρατιωτική Βάση στο Ντιέγκο Γκαρσία. Ο αποκλεισμός της Βάσης του Ντιέγκο Γκαρσία από τη συμφωνία του Τσάγκος μπορεί να υποδηλώνει προηγούμενο, με το οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να διατηρήσει τον κυπριακό του θύλακα», επισημαίνει ο Ρούμπιν.

Μετά την κρίση του Σουέζ (1956) και τη δυναμική επιβολή των Ην. Πολιτειών στην Μέση Ανατολή, η οριστική κατάρρευση της βρετανικής ισχύος και αυτοκρατορίας επήλθε το 1970. Το 1967, η λίρα υποτιμήθηκε κατά 15%. «Για να περιορίσει τον προϋπολογισμό», γράφει ο Ρούμπιν, «ο Βρετανός

Πρωθυπουργός Χάρολντ Γουίλσον ανακοίνωσε ότι η Μεγάλη Βρετανία θα αποσύρει τα στρατεύματά της από τις βάσεις ‘‘Ανατολικά του Σουέζ’’, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους της παρουσίας της στη Μέση Ανατολή. Αντί να κλείσουν τις Βάσεις, ο βρετανικός στρατός παρέδωσε τις περισσότερες εγκαταστάσεις στους Αμερικανούς ομολόγους του το 1971. Η Κύπρος, φυσικά, είναι δυτικά του Σουέζ. Οι Βρετανοί δεν την εγκατέλειψαν ποτέ. Ο Μαυρίκιος δεν είναι Κύπρος. Ωστόσο, η προθυμία του Στάρμερ να λυγίσει μπροστά στον Μαυρίκιο», επισημαίνει ο Ρούμπιν, «εγείρει μια σειρά από ερωτήματα. Εάν δεν είναι σε θέση ν’ αντισταθεί στον Μαυρίκιο για την υπεράσπιση των συμφερόντων του Ηνωμένου Βασιλείου, πώς θα αντέξει το Ηνωμένο Βασίλειο σε πιο ισχυρές προκλήσεις, όπως αυτή που θέτει η Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο;».

Η Τουρκία ασκεί μιαν αδίστακτα αναθεωρητική, επεκτατική πολιτική εναντίον τής Κύπρου, της Συρίας και του Ιράκ, ενώ λειτουργεί στρατιωτικές Βάσεις στην Αλβανία, στη Λιβύη, στο Κατάρ, στη Σομαλία. Ονειρεύεται καθεστώς περιφερειακής δύναμης. Δεν αποκρύπτει τις νεο-οθωμανικές ονειρώξεις της για επανάκτηση παλαιών οθωμανικών εδαφών και ανάδειξή της σε υπερασπιστή των Αράβων και μουσουλμάνων έναντι του Ισραήλ και του αμερικανικού imperium. Η Άγκυρα ακολουθεί μιαν ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, που υπονομεύει τα συμφέροντα τής Δύσης και ειδικά των ΗΠΑ. Όμως, η Τουρκία διατηρεί άριστες σχέσεις με τη Βρετανία, η οποία την ενέπλεξε στο Κυπριακό.

«Αξίζει να σημειωθεί ότι αρχικά είναι η Βρετανία που επιχείρησε να προκαλέσει το τουρκικό ενδιαφέρον για την Κύπρο και όχι αντίστροφα», έγραψε ο γνωστός Βρετανός συγγραφέας, Robert Holland, στο βιβλίο του: «Britain and the Revolt in Cyprus 1954-1959». Και πότε; Όταν με την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ, ο Τούρκος τότε Υπουργός Εξωτερικών, Κιοπρουλού, δήλωσε: «Για την Τουρκία δεν υπάρχει κυπριακό ζήτημα». Η εντυπωσιακή ενίσχυση και αναβάθμιση των κυπρο-αμερικανικών σχέσεων, μετά και την επίσημη επίσκεψη του Προέδρου Χριστοδουλίδη στην Ουάσιγκτον (30/10/2024), και η θωράκιση του ρόλου της νήσου διαφοροποιούν και το καθεστώς των Βρετανικών Βάσεων, μέσα στο ευρύτερο σύμπλοκο της Μέσης Ανατολής.

Η ανάδυση ασύμμετρων απειλών από τη Χαμάς, τη Χεζμπολάχ, τους Χούθι και άλλες τρομοκρατικές ισλαμιστικές και τζιχαντιστικές οργανώσεις, που ενισχύονται από το Ιράν, με την υποστήριξη και της Τουρκίας, ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην περιοχή και το ενδιαφέρον Ρωσίας και Κίνας είναι παράμετροι που συνυπολογίζονται στα ισοζύγια δυνάμεως. «Σήμερα, η βρετανική κατοχή των Περιοχών των Κυρίαρχων Βάσεων είναι περισσότερο ένα μνημείο της επιρροής του παρελθόντος παρά ένας αποτελεσματικός μηχανισμός προβολής ισχύος ή προστασίας της Ανατολικής Μεσογείου», επισημαίνει ο Ρούμπιν.

Ο Αμερικανο-Εβραίος αναλυτής υποστηρίζει ότι «το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να παραδώσει τον έλεγχο των κυπριακών Βάσεών του στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως έκανε και με το Μπαχρέιν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να μισθώσουν τις Βάσεις από την Κύπρο, αλλά να επιστρέψουν την πλήρη κυριαρχία στο νησί. Η μίσθωση του Ακρωτηρίου και της Δεκέλειας από τις ΗΠΑ θα μπορούσε να εδραιώσει περαιτέρω τους αμερικανο-κυπριακούς δεσμούς». Ο Ρούμπιν καταλήγει στην ανάλυσή του: «Είναι καιρός η Βρετανία να τερματίσει πλήρως την αποικιακή παρουσία της στην Κύπρο».

Με αφορμή την υπογραφή «Εγγράφου Στρατηγικού Συνεταιρισμού Μεγάλης Βρετανίας και Τουρκίας» (23/10/2007), ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Τ. Παπαδόπουλος, ως απόρροια και αντίδραση, επιχείρησε αναθεώρηση των σχέσεων Κύπρου-Βρετανίας. Σε απόρρητο έγγραφο συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, ημ. 7/11/2007, αναφέρεται ότι συστάθηκε Ομάδα Υψηλού Επιπέδου, «η οποία να προβεί στη γενική αναθεώρηση της στάσης της Κυπριακής Δημοκρατίας έναντι της παρουσίας των Βρετανικών Βάσεων και διευκολύνσεων στην Κύπρο, περιλαμβανομένης της εξέτασης του καθεστώτος των Βρετανικών Βάσεων και διευκολύνσεων, σε συνάρτηση με τη γενικότερη στάση του Ην. Βασιλείου έναντι της Κύπρου και ειδικότερα των νομικών του υποχρεώσεων». Στις 9/11/2007, η κυπριακή Κυβέρνηση ζήτησε τη συνδρομή τριών ξένων συνταγματολόγων και την υποβολή νομικών γνωματεύσεων για τις Βρετανικές Βάσεις.

Κλήθηκαν να απαντήσουν σε πέντε συγκεκριμένα ερωτήματα, αναφορικά με περιορισμούς και δικαιώματα των Βρετανών. Οι συνταγματολόγοι κατέληξαν συμφωνούντες στο παράνομο του καθεστώτος των Βάσεων. Τελικά, η προσπάθεια του Τάσσου δεν καρποφόρησε. Φρόντισαν γι’ αυτό, οι Εγγλέζοι… Το 2008, ο κομμουνιστής Δ. Χριστόφιας εξελέγη ως νέος Πρόεδρος. Το πρώτο ταξίδι του στο εξωτερικό πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο (όχι, ως είθισται, στην Αθήνα). Εκεί, διαβεβαίωσε τον Βρετανό Πρωθυπουργό, Μπράουν, ότι δεν πρόκειται να θέσει θέμα Βάσεων και το άφησε «μέχρι τα παιδιά και τα εγγόνια μας να το πράξουν».

Τίθεται το μέγα ερώτημα: Η Κυβέρνηση Χριστοδουλίδη, ενισχυμένη από την εντυπωσιακή αναβάθμιση των σχέσεών μας με τις ΗΠΑ (ακόμα λίγο θα γίνουμε η 51η πολιτεία τους), θα τολμήσει να θέσει ζήτημα τερματισμού της αποικιοκρατικής παρουσίας και βρετανικής κατοχής της νήσου, διά των Βάσεων; Ή θα λειτουργήσουν ξανά τα γνωστά κωμικά φοβικά σύνδρομα «until our children and grand-children» αποφασίσουν διαφορετικά; Ο τερματισμός της βρετανικής κατοχής να γίνει ο προάγγελος του τερματισμού και της τουρκικής.

Μοιραστείτε με άλλους:

One Reply to “Αφού επιλέξαμε την «αμερικανική πλευρά της Ιστορίας», ιδού η ευκαιρία για να εκδιώξουμε τις βρετανικές Βάσεις”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *