Η ουκρανική κρίση επιβεβαιώνει ξανά ότι οι μεγάλες δυνάμεις δεν μπορούν να αγνοήσουν στρατηγικούς κινδύνους στα σύνορά τους. Οι μικρές χώρες δεν δικαιούνται να καταφεύγουν στον κατευνασμό και σε υποχωρήσεις για να εξημερώσουν έναν επιτιθέμενο εχθρό, αλλά να εξοπλίζονται και να προετοιμάζονται, αν θέλουν να είναι ελεύθερες.
Κάποια στιγμή, η κρίση για την Ουκρανία και η νέα ψυχροπολεμική αντιπαράθεση των Δυτικών και Ρώσων ελεφάντων θα εκτονωθεί, μάλλον με διάλογο και διαπραγματεύσεις. Ούτε η Δύση – ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ – ούτε η Ρωσία θα οδηγήσουν τα πράγματα σε πόλεμο. Δεν συμφέρει σε κανέναν, επειδή και οι δύο πλευρές συνειδητοποιούν ότι ένας πόλεμος για την Ουκρανία: Θα αλλάξει τον χάρτη της Ευρώπης. Θα αναδιατάξει δραματικά σφαίρες επιρροής και ισοζύγια ισχύος. Θα επηρεάσει το ενεργειακό της Γηραιάς Ηπείρου. Θα διαταράξει διακρατικές και διεθνείς σχέσεις. Θα έχει τρομερές επιπτώσεις σε ανθρώπινες ζωές με οικονομικές καταστροφές.
Η Ελλάδα και η Κύπρος δεν μπορούν να είναι αδιάφορες μπροστά στη νέα σύγκρουση Δύσης-Ρωσίας. Η κρίση στην Ουκρανία παραπέμπει στις εφιαλτικές 13 ημέρες της κρίσης των πυραύλων της Κούβας. Άλλη εποχή τότε, τελείως διαφορετική η κρίση σήμερα με την Ουκρανία. Όμως, ο ίδιος παρονομαστής: Η άσκηση real politik από τις υπερδυνάμεις. Το 1962, ενώπιον του πυρηνικού βαράθρου, Κένεντι και Χρουστσόφ έδωσαν τον λόγο στη διαπραγμάτευση με αμοιβαίες υποχωρήσεις, οι οποίες διέσωσαν την εκατέρωθεν αξιοπρέπεια.
Σήμερα, ο Ρώσος Πρόεδρος Πούτιν βρίσκεται ενώπιον μιας διαιρεμένης Δύσης: Ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπάιντεν αντιμετωπίζει κρίσιμα εσωτερικά προβλήματα. Η εξευτελιστική αποχώρησή του από τον πιο μακρύ πόλεμο των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, αποδυνάμωσε την εικόνα του. Το διευρυμένο ΝΑΤΟ μπορεί να μην είναι ακόμα «κλινικά νεκρό», όπως υποστήριξε ο Πρόεδρος Macron, αλλά τα εθνικά συμφέροντα των κρατών-μελών δεν επιτρέπουν μιαν ομόφωνη αντίδραση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό την προεδρία της Γαλλίας, επιδιώκει μια «στρατηγική αυτονομία», ώστε να καταστεί δύναμη ειρήνης και σταθερότητας, ειδικά στον διάλογο με τη Ρωσία. Και, αυτονόητα, να απεξαρτηθεί από την ομπρέλα προστασίας – και εξάρτησης – των ΗΠΑ. Δηλαδή, να δημιουργηθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης όπως σχεδιάζει ο Γαλλογερμανικός άξονας, ώστε να αποφευχθεί η Γερμανική Ευρώπη. Απέναντι σε αυτήν την εικόνα της Δύσης, ο Ρώσος Πρόεδρος είναι άτεγκτος.
Ο Πούτιν θεωρεί ότι η απόφαση του ΝΑΤΟ να επεκταθεί μέχρι την εξώπορτα της Ρωσίας ήταν μια αφόρητη πρόκληση, ιδιαίτερα μετά από προφορικές διαβεβαιώσεις του τότε Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζέιμς Μπέικερ, τον Φεβρουάριο του 1992, προς τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ότι: Αν η Μόσχα συναινούσε σε ενοποίηση της Γερμανίας, το ΝΑΤΟ δεν θα επεκτεινόταν προς Ανατολάς, θέση που αργότερα αμφισβητήθηκε. Πολλοί υπέδειξαν ότι το ΝΑΤΟ δεν έπρεπε να επεκταθεί, ώστε η Ρωσία να μην αισθανθεί ότι περικυκλώνεται. Μεταξύ αυτών, ο εμπνευστής της «ανάσχεσης» της Ρωσίας (containment), μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αμερικανός διπλωμάτης, Τζορτζ Κέναν και ο τότε Υπουργός Άμυνας, Πέρι.
Η επιμονή της Δύσης να επεκτείνει το ΝΑΤΟ στα σύνορα με τη Ρωσία συνιστά ακόμα ένα μνημειώδες γεωπολιτικό και στρατηγικό λάθος της, το οποίο ανέλυσαν Αμερικανοί και Ευρωπαίοι διπλωμάτες και αναλυτές. Η Ελλάδα και η Κύπρος καλούνται να αντλήσουν μερικά μαθήματα από την ουκρανική κρίση:
> Πρώτον, κάθε σοβαρό κράτος οφείλει να μεριμνά για την ασφάλειά του και να υπερασπίζεται τα εθνικά συμφέροντά του. Επειδή δεν υπάρχει ένας παγκόσμιος ηγεμόνας, ο οποίος να αποτρέπει συγκρούσεις, ο πόλεμος συχνά είναι αναπόφευκτος. Άρα, κάθε κράτος οφείλει να προετοιμάζεται στρατιωτικά και άλλως πως για ένα τέτοιο απευκταίο ενδεχόμενο, αν θέλει την ειρήνη
> Δεύτερον, κανένας δεν θα πολεμήσει για την Ελλάδα ή την Κύπρο, αν υποστούν επίθεση από την Τουρκία. Κανένα δυτικό κράτος δεν θα πολεμήσει για την Ουκρανία, προπάντων όχι οι ΗΠΑ, αν υποστεί επίθεση από τη Ρωσία.
> Τρίτον, η κρατική κυριαρχία είναι ελευθερία. Η Ρωσία αμφισβητεί την κυριαρχία της Ουκρανίας, την οποία επιδιώκει να φινλανδοποιήσει ή και να κατακτήσει, όπως ακριβώς πράττει η Τουρκία στην περίπτωση της Ελλάδος και της Κύπρου.
> Τέταρτον, ακόμα ισχύει η Συνθήκη της Βεστφαλίας και λειτουργούν τα έθνη-κράτη. Σε ένα άναρχο διεθνές σύστημα με την εμφάνιση και άλλων δυνάμεων, Ελλάδα και Κύπρος καλούνται να αναλύουν τις εξελίξεις ρεαλιστικά και όχι μόνο με νεοφιλελεύθερη οπτική, η οποία θεωρεί πως τα κράτη ενεργούν με βάση τις σχέσεις μεταξύ τους και όχι στη βάση των συμφερόντων τους.
> Πέμπτον, σε έναν κόσμο όπου κάθε κράτος είναι μοναχό του, οποιαδήποτε ένδειξη που αφήνει ότι μπορεί να εκβιαστεί από γειτονικό, επιθετικό κράτος, μπορεί να αποθρασύνει τον εκβιαστή για να προβεί σε νέους εκβιασμούς. Όπως ακριβώς συμβαίνει με την Τουρκία. Ο εκβιαστής δεν καλοπιάνεται με υποχωρήσεις και κατευνασμό, αλλά ανακόπτεται με μια διεκδικητική, αξιόπιστη διπλωματία στηριγμένη στη στρατιωτική, οικονομική ισχύ, σε αμυντικές συνεργασίες με φίλες χώρες και με αποφασιστικότητα αντίστασης δι’ όλων των μέσων.
Ελλάδα και Κύπρος θα μπορούσαν να αποφύγουν εθνικές τραγωδίες και εδαφικούς ακρωτηριασμούς αν είχαν ηγέτες με ανάστημα, διορατικότητα, αγάπη πατρίδας, με συνεπή, αταλάντευτη και αδιαπραγμάτευτη εξωτερική πολιτική, με ενότητα λαού και ηγεσίας. Η ουκρανική κρίση επιβεβαιώνει ξανά ότι οι μεγάλες δυνάμεις δεν μπορούν να αγνοήσουν στρατηγικούς κινδύνους στα σύνορά τους. Οι μικρές χώρες δεν δικαιούνται να καταφεύγουν στον κατευνασμό και σε υποχωρήσεις για να
εξημερώσουν έναν επιτιθέμενο εχθρό, αλλά να εξοπλίζονται και να προετοιμάζονται αν θέλουν να είναι ελεύθερες.