Έχει μείνει στην Ιστορία ο διάλογος του Αμερικανού προέδρου, Ρούζβελτ, με τον σύμβουλό του Μπούλιτ. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στη Διάσκεψη της Γιάλτας (4-11/2/1945) ο Ρούζβελτ προσπαθούσε να εξηγήσει γιατί έπρεπε να υποχωρήσει στις αξιώσεις του αιμοσταγούς δικτάτορα της τότε Σοβιετικής Ένωσης, Στάλιν. «Η ευγένεια υποχρεώνει! Αν του δώσουμε ό,τι μας ζητεί, θα μας δώσει και αυτός κατόπιν, ό,τι του ζητήσουμε». Ιδού τι απάντησε ο Μπούλιτ: «Αλλ΄ αυτός δεν είναι ο Δούκας του Νόρφολκ! Είναι ένας Καυκασιανός ληστής!».
Από το 1974 και εντεύθεν, εφτά Πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν καλλιεργήσει, με την ανοχή ή και υποστήριξη πολιτικών δυνάμεων, μιαν ολέθρια πολιτική πρακτική: Πιστεύουν αφελέστατα πως, αν υποχωρούν στις αδίστακτες τουρκικές αξιώσεις, θα κατευνάσουν το τουρκικό θηρίο το οποίο, με τη σειρά του, θα συναινέσει, δήθεν, σε μια λειτουργική και βιώσιμη λύση στο Κυπριακό.
Ανιστόρητοι, αφελείς, άρα επικίνδυνοι, οι ηγέτες της Κύπρου ουδέποτε επιδίωξαν να κατανοήσουν τη συμπεριφορά, να μελετήσουν την πολιτική και, προπάντων, την ιστορία του Τούρκου εχθρού μας. Από το 1938 (επί Ελληνοκτόνου Ατατούρκ) και πιο συγκεκριμένα από το 1956 (διά των γνωστών εκθέσεων Νιχάτ Ερίμ), η Τουρκία βροντοφωνάζει ότι απαιτεί να επανακτήσει την Κύπρο. Όχι διότι νοιάζεται για τους poor Turkish Cypriots αλλ’ επειδή θεωρεί την νήσο ως ύψιστης γεωστρατηγικής και γεωπολιτικής σημασίας στις νεο-Οθωμανικές ονειρώξεις για ανάδειξή της σε περιφερειακή και παγκόσμια δύναμη.
Η ελληνική πολιτική κατευνασμού του τουρκικού θηρίου απέτυχε παταγωδώς. Οι Τούρκοι ενθυλάκωσαν τις κατά καιρούς ελληνικές παραχωρήσεις και υποχωρήσεις και απαιτούν την πλήρη, πλέον, παράδοσή μας χωρίς να υποχωρήσουν ούτε ίντσα από τις επεκτατικές και κατακτητικές βλέψεις τους.
Αντίθετα, τις αναβαθμίζουν και διεκδικούν τη λεγόμενη «Γαλάζια Πατρίδα». Κατ΄ επανάληψη και για πολλά χρόνια, πολλοί αναλύουμε και υποδεικνύουμε προς την ηγεσία του τόπου ότι δεν έχει να κάνει με μια πολιτισμένη χώρα αλλά με μια πιστοποιημένη δι’ αιμάτων, σφαγών και γενοκτονιών, τουρκική βαρβαρότητα.
Η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στην ΕΕ με δύο μέγιστους στόχους. Να λύσει το Κυπριακό στη βάση των αρχών και αξιών της Ένωσης. Να διασφαλίσει, διά της κοινοτικής αλληλεγγύης, την ασφάλεια της νήσου έναντι της τουρκικής αρπακτικότητας. Δεν θα αναλύσουμε σήμερα γιατί η Λευκωσία απέτυχε να στείλει ξεκάθαρα μηνύματα σταθερών πολιτικών αξιώσεων προς τις Βρυξέλλες. Ούτε γιατί, μαζί με την εξίσου έμφοβη Αθήνα, επιμένουν στην ένταξη, στην ΕΕ, μιας χώρας που απαιτεί να ενταχθεί με τουρκικούς όρους. Ούτε θα διερωτηθούμε ξανά με απόγνωση γιατί η Λευκωσία δεν θέτει βέτο στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας και σε κοινοτικά κονδύλια προς αυτήν.
Ιδού, όμως, που το, από δεκαετιών αναμενόμενο θαύμα, έγινε! Τρία γεγονότα. Πρώτον, σε συνέντευξη στον «Φιλελεύθερο» (19.1.2020), ο Υπουργός Εξωτερικών, Ν. Χριστοδουλίδης, ερωτήθηκε για την εντεινόμενη έκνομη δράση της κατοχικής Τουρκίας και μέχρι πού μπορεί να φτάσει. Απάντησε:
«Ας σκεφτούμε με ποια χώρα έχουμε να κάνουμε. Μιλούμε για μια χώρα που παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα των ίδιων των πολιτών της, που 150.000 πολίτες της έχασαν τη δουλειά τους και 50.000 έχουν συλληφθεί χωρίς αποδεικτικά στοιχεία και με πρόσχημα το πραξικόπημα του 2016, που εισέβαλε στη Συρία, που παραβιάζει καθημερινά την εδαφική ακεραιότητα του Ιράκ, που εμπλέκεται στη Λιβύη παραβιάζοντας το εμπάργκο όπλων στη χώρα, που ο ηγέτης της απαξιώνει και προσβάλλει με δημόσιες δηλώσεις του ξένους ηγέτες, που χρησιμοποιεί τους μετανάστες για να απειλεί την Ευρώπη, που διατηρεί δεσμούς με τρομοκρατικές οργανώσεις και πολλά άλλα. Αναμφίβολα πρόκειται για ένα κράτος-ταραξία».
Δεύτερον, σε παρέμβασή του, τη Δευτέρα 20.1.2020, στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ, κατά τη διάρκεια του οποίου έγινε ενημέρωση για τη Διάσκεψη του Βερολίνου για την λιβυκή κρίση, ο ΥπΕξ σημείωσε ότι: Η Τουρκία συνεχίζει και εντείνει την παράνομη δράση της στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην Ανατολική Μεσόγειο, ως μέρος ενός συνολικού σχεδίου που συνδέεται άμεσα και με το πως συμπεριφέρεται στη Λιβύη και σε άλλες χώρες της περιοχής.
Έτσι, ζήτησε όπως ετοιμαστεί, επιτέλους, ο κατάλογος με ονόματα φυσικών και νομικών προσώπων, που εμπλέκονται στις παράνομες δραστηριότητες της Τουρκίας στην Αν. Μεσόγειο. Ξεκαθάρισε ότι σε περίπτωση που η διαδικασία δεν προχωρήσει τάχιστα, η Κύπρος δεν θα συγκατατεθεί, οριζόντια, επί οποιουδήποτε θέματος συζητείται στην ΕΕ που αφορά την Τουρκία. Δηλαδή, η Κυπριακή Δημοκρατία θα ασκήσει, επιτέλους, βέτο!
Τρίτον, την περ. Κυριακή (19.1.2020) και μετά την εισβολή του τουρκικού γεωτρύπανου «Γιαβούζ» στο θαλασσοτεμάχιο 8 της κυπριακής ΑΟΖ, που αδειοδοτήθηκε στην ιταλική ΕΝΙ και στην γαλλική Total, η προεδρία της Δημοκρατίας εξέδωσε μακροσκελή, οργίλη ανακοίνωση. Ο Πρόεδρος κατάγγειλε τη νέα τουρκική εισβολή και επισήμανε ότι «η Τουρκία εξελίσσεται σε κράτος-πειρατή στην Ανατολική Μεσόγειο».
Ερώτηση: Σε τι διαφέρουν ο Καυκασιανός ληστής, Στάλιν, από τον Τούρκο πειρατή, Ερντογάν; Αλλ’ έχουμε την ίδια τραγική ταύτιση του μοιραίου Ρούζβελτ με τους δικούς μας μοιραίους ηγέτες, οι οποίοι, ακόμα και σήμερα μετά την τρίτη τουρκική εισβολή και κατοχή της ΑΟΖ μας, γελοιωδώς εκλιπαρούν για επανέναρξη συνομιλιών με τον Τούρκο πειρατή και ταραξία! Οι ηγέτες μας αρνούνται να καταλάβουν τρία αμάχητα ιστορικά, πολιτικά, δεδομένα.
Πρώτον, ο Τούρκος δεν σέβεται απολύτως τίποτε, ούτε συμφωνίες ούτε συνθήκες ούτε δεσμεύσεις.
Δεύτερον, ο Τούρκος σέβεται μόνο έναν ισχυρό αντίπαλο αλλά απαξιώνει, χλευάζει και ποδοπατεί έναν ανίσχυρο εχθρό, που τον εκλιπαρεί. Όπως ακριβώς κάνει στους Έλληνες,
Τρίτον, ο κατευνασμός είναι το προστάδιο της υποταγής και της σκλαβιάς.
Αν, λοιπόν, η ηγεσία μας άρχισε να καταλαβαίνει τι είναι ο Τούρκος εχθρός μας, ίσως έχουμε κάποιες ελπίδες αντίστασης και σωτηρίας αλλά με μακράς πνοής ομόθυμη στρατηγική, ισχυρή άμυνα και γερές συμμαχίες.