Η στροφή της Λευκωσίας προς τις ΗΠΑ και τη Δύση συνιστά, όντως, σημαντικό «πολιτικό ορόσημο», που ήδη προκαλεί οργίλες αντιδράσεις της Τουρκίας. Διερωτάται κανείς: Η παρούσα και η επόμενη Κυβέρνηση είναι σε θέση να πολιτευτούν σοφά, αξιόπιστα και σοβαρά, ώστε η Κύπρος ν’ αποκομίσει το μέγιστο των θετικών επιπτώσεων και να επηρεαστεί ελάχιστα από τη σύγκρουση των ελεφάντων;
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν την άρση του εμπάργκο όπλων προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Ο Εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Νεντ Πράις, δήλωσε: Σύμφωνα με τον Νόμο για την Ασφάλεια και την Ενεργειακή Συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο του 2019 και τον Νόμο περί Εξουσιοδότησης Εθνικής Άμυνας για το οικονομικό έτος 2020 απαιτείται «να παραμείνει η πολιτική απαγόρευσης για εξαγωγές, επανεξαγωγές ή μεταφορές αμυντικού υλικού από τον κατάλογο πυρομαχικών των ΗΠΑ στην Κυπριακή Δημοκρατία εκτός εάν ο Πρόεδρος καθορίσει και πιστοποιήσει στις αρμόδιες επιτροπές του Κογκρέσου, σε περίοδο όχι μικρότερη του ενός έτους, ότι η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας συνεχίζει να συνεργάζεται με την Κυβέρνηση των ΗΠΑ για υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που αφορούν τους κανονισμούς για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος και τη χρηματοοικονομική ρυθμιστική εποπτεία» (17/9/2022).
Επίσης, να διασφαλιστεί ότι «η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει κάνει και συνεχίζει να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να απαγορεύσει στα ρωσικά στρατιωτικά σκάφη την πρόσβαση στα λιμάνια για ανεφοδιασμό και εξυπηρέτηση». Μετά την αμερικανική δήλωση, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, ο ΥπΕξ Κασουλίδης και ο Έλληνας ομόλογός του, Ν. Δένδιας, χρησιμοποίησαν την ίδια φρασεολογία και μίλησαν για «πολιτικό ορόσημο» στις σχέσεις ΗΠΑ-Κυπριακής Δημοκρατίας. Και ότι αυτό δείχνει τη συνεχή εμβάθυνση της στρατηγικής συνεργασίας ΗΠΑ-Κύπρου στην ασφάλεια και στην άμυνα, «ως αναπόσπαστο μέρος του μωσαϊκού περιφερειακής σταθερότητας».
Η άρση του αμερικανικού εμπάργκο σηματοδοτεί την πλήρη ανατροπή της εξωτερικής πολιτικής της Κύπρου διά της οριστικής πρόσδεσής της στο αμερικανικό άρμα, όπως ακριβώς έπραξε και η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Πρόκειται, δηλαδή, για στρατηγική εγκατάλειψη από τη Λευκωσία μιας πολιτικής οιονεί ουδέτερης και ίσων αποστάσεων, και πλήρη ταύτισή της με την αμερικανική. Η απόφαση της Ουάσιγκτον πρέπει να μελετηθεί από την Κύπρο πολυδιάστατα και άκρως προσεκτικά. Ιδιαίτερα υπό το πρίσμα των τεκτονικών γεωπολιτικών αλλαγών που συντελούνται εξαιτίας
του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, της προσπάθειας της Μόσχας και του Πεκίνου, με τη συνεπικουρία του Πακιστάν, της Ινδίας, του Ιράν και της Τουρκίας (Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης), για αναδιάταξη του άναρχου διεθνούς συστήματος και δημιουργίας μίας νέας τάξης πραγμάτων. Κι ακόμα πρέπει να αναλυθεί υπό τα δεδομένα της αστάθειας και της ενεργειακής κρίσης στην περιοχή μας και διεθνώς.
Εξ αρχής να επισημανθεί ότι η αμερικανική απόφαση επιβεβαιώνει τη στρατηγική σημασία και αξία που η Ουάσιγκτον αποδίδει στις σχέσεις της με την Κύπρο. Η άρση του εμπάργκο έχει προϊστορία, η οποία αρχίζει από τον Αύγουστο του 2014, όταν ο τότε αντιπρόεδρος, Μπάιντεν, επισκέφθηκε την Κύπρο και μίλησε για στρατηγική συνεργασία. Στις 8 Νοεμβρίου 2018, ο τότε ΥπΕξ, Ν. Χριστοδουλίδης, υπέγραψε στην Ουάσινγκτον με τον Αμερικανό ομόλογό του, Μάικ Πομπέο, «Δήλωση προθέσεων» για την ενίσχυση και ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ Κύπρου και Ηνωμένων Πολιτειών.
Λίγα μόνο 24ωρα μετά τον Στρατηγικό Διάλογο με την Αθήνα, σε συνέντευξή του («Καθημερινή» Αθήνας, 16/12/2018), ο βοηθός ΥπΕξ των ΗΠΑ, Γουές Μίτσελ, υπογράμμισε: «Οι ΗΠΑ θεωρούν την Κύπρο ως ένα δυτικό κράτος που πρέπει να προστατευθεί από τις δυτικές δυνάμεις, προκειμένου να μην πέσει στην επιρροή άλλων». Επισήμανε ακόμα ότι «οι ΗΠΑ βλέπουν την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ ως φυσικούς συμμάχους στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες», είπε, «η εμβάθυνση της συνεργασίας με τις τρεις αυτές χώρες αποτελεί ένα φυσικό βήμα και μέρος της στρατηγικής της Ουάσιγκτον είναι να ενισχυθεί ο ρόλος της στην περιοχή της Μεσογείου».
Μέγας έπαινος πρέπει ν’ αποδοθεί στον Γερουσιαστή Μπομπ Μενέντεζ, πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, που συνέβαλε τα μέγιστα για να φτάσουμε στην άρση του εμπάργκο. Ειδικά με το δικομματικό νομοσχέδιο Μενέντεζ-Ρούμπιο, που κατατέθηκε στη Γερουσία (9/4/2019). Σε ανάρτησή του στο τουίτερ (19/9/2022), ο Γερουσιαστής Μενέντεζ υπογράμμισε: «Πρέπει να ενισχύσουμε την ικανότητα της Κύπρου να αμύνεται εν μέσω της συνεχιζόμενης και παράνομης κατοχής του βορρά από την Τουρκία». Προκύπτουν μερικά κρίσιμα ζητήματα. Είναι γνωστό ότι τα περισσότερα οπλικά συστήματα της Εθνικής Φρουράς (ηλικίας πέραν των 20 χρόνων…) είναι ρωσικής κατασκευής. Θα αντικατασταθούν με αμερικανικά;Τα ρωσικά συστήματα θα αχρηστευθούν ή θα μεταπωληθούν;
Πώς θα αντιδράσει η Ρωσία, μετά τη συναίνεση της Λευκωσίας σε κυρώσεις κατά της Μόσχας; Η Ρωσία είναι από τις χώρες που στήριξαν την Κύπρο σε δύσκολες εποχές, διπλωματικά, πολιτικά και με οπλικά συστήματα, παρά τη γνωστή πολιτική της, κυρίως έναντι της Τουρκίας αλλά και σε αντιπαράθεση προς τις ΗΠΑ, που επέβαλαν (1987) εμπάργκο στην πώληση όπλων προς την Κύπρο, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Οι ΗΠΑ θα πωλήσουν και τι είδους όπλα στην Κύπρο και πότε; Ιδού το οξύμωρο: Ενώ η Τουρκία, κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, αρνείται και δεν επιβάλλει κυρώσεις στη Ρωσία, δεν έχει, σχεδόν, καμία επίπτωση. Η Ουάσιγκτον και Δυτικές καγκελαρίες επιμένουν στο γνωστό αφήγημα ότι δεν πρέπει να παραδώσουν την Τουρκία στη Ρωσία όταν ήδη η Άγκυρα έκανε ξεκάθαρους τους αντιδυτικούς, αντι-ΝΑΤΟϊκούς, αντιευρωπαϊκούς, αντι-δημοκρατικούς προσανατολισμούς και την εχθρότητά της.
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τη συμπόρευση της Κύπρου με τους εταίρους μας, ο απερχόμενος Ρώσος πρέσβης, Στανισλάβ Οσάτσι, σε δηλώσεις του, ισχυρίστηκε ότι η Λευκωσία πυροβόλησε τα πόδια της. Διπλωματικά, πώς η Ρωσία θα αντιμετωπίζει την Κύπρο σε διεθνή φόρα, ιδιαίτερα και μετά την άστοχη ακύρωση της συνάντησης Αναστασιάδη-Λαβρόφ; Ο Πούτιν αξιοποιεί τη συνεργασία του με την Τουρκία για να υπονομεύει το ΝΑΤΟ, την ΕΕ και να συγκρούεται προς τις ΗΠΑ. Τι θ’ απογίνουν οι συμφωνίες αμυντικού χαρακτήρα που Αναστασιάδης-Πούτιν επικαιροποίησαν τον Φεβρουάριο του 2015; Καταργούνται; Η Κυπριακή Δημοκρατία θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ; Εξάλλου, οικονομικά και τουριστικά, το νησί έχει επηρεαστεί σημαντικά από τις κυρώσεις στη Ρωσία.
Η μικρή Κύπρος διασφαλίζει περισσότερο και καλύτερα τα συμφέροντά της όταν είναι ομοτράπεζος των μεγάλων. Υπό την αίρεση, φυσικά, μιας ξεκάθαρης, διεκδικητικής, σοβαρής και αξιόπιστης, συνεπούς και σταθερής εξωτερικής πολιτικής. Η στροφή της Λευκωσίας προς τις ΗΠΑ και τη Δύση συνιστά, όντως, σημαντικό «πολιτικό ορόσημο», που ήδη προκαλεί οργίλες αντιδράσεις της Τουρκίας. Διερωτάται κανείς: Η παρούσα και η επόμενη Κυβέρνηση είναι σε θέση να πολιτευτούν σοφά, αξιόπιστα και σοβαρά, ώστε η Κύπρος ν’ αποκομίσει το μέγιστο των θετικών επιπτώσεων και να επηρεαστεί ελάχιστα από τη σύγκρουση των ελεφάντων;